- ακουστά
- επίρρ. понаслышке; по слухам;
έχω ακουστά πώς... — я слышал, что...;
ακουστά τό 'χω — я знаю это понаслышке
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
έχω ακουστά πώς... — я слышал, что...;
ακουστά τό 'χω — я знаю это понаслышке
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀκουστά — ἀκουστά̱ , ἀκουστής hearer masc nom/voc/acc dual ἀκουστής hearer masc voc sg ἀκουστής hearer masc nom sg (epic) ἀκουστός heard neut nom/voc/acc pl ἀκουστά̱ , ἀκουστός heard fem nom/voc/acc dual ἀκουστά̱ , ἀκουστός heard fem nom/voc sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακουστά — επίρρ. τροπ., από ακουή, από φήμη: Τον άνθρωπο που είπες τον έχω ακουστά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακουστά — επίρρ. [ακουστός] εξ ακοής, όχι από προσωπική μου αντίληψη … Dictionary of Greek
ἀκούσθ' — ἀκουστά̱ , ἀκουστής hearer masc nom/voc/acc dual ἀκουστά , ἀκουστής hearer masc voc sg ἀκουστά , ἀκουστής hearer masc nom sg (epic) ἀκουσταί , ἀκουστής hearer masc nom/voc pl ἀκουστά , ἀκουστός heard neut nom/voc/acc pl ἀκουστά̱ , ἀκουστός heard… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκουστάς — ἀκουστά̱ς , ἀκουστής hearer masc acc pl ἀκουστά̱ς , ἀκουστής hearer masc nom sg (epic doric aeolic) ἀκουστά̱ς , ἀκουστός heard fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακουστός — –ή, ό (Α ἀκουστός, ή, όν) αυτός που μπορεί να ακουστεί, να γίνει αισθητός με την ακοή νεοελλ. 1. ξακουστός, φημισμένος, διάσημος 2. φρ. «έχω κάποιον ή κάτι ακουστά», γνωρίζω εξ ακοής, έχω ακούσει για κάποιον ή κάτι αρχ. (με άρν.) αυτός που δεν… … Dictionary of Greek
ακοή — Αίσθηση, χάρη στην οποία γίνονται αντιληπτά τα ηχητικά ερεθίσματα, τα οποία προέρχονται από το εξωτερικό περιβάλλον, οφείλονται σε ταλαντώσεις ηχογόνων σωμάτων και διαδίδονται διαμέσου του περιβάλλοντος. Οι ταλαντώσεις ενός σώματος που… … Dictionary of Greek
ακούω — (Α ἀκούω) (νεοελλ. και ακούγω) 1. έχω την αίσθηση τής ακοής, αντιλαμβάνομαι με το αισθητήριο τής ακοής 2. αντιλαμβάνομαι κάτι με το αφτί, φθάνει στα αφτιά μου κάποιος ήχος 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω κάτι άμεσα ή έμμεσα, γνωρίζω, «φθάνει κάτι στ’… … Dictionary of Greek
εξακούω — ἐξακούω (AM) [ακούω] μέσ. ἐξακούομαι γίνομαι ξακουστός μσν. εξακούω εισακούω, ακούω με ευμένεια αρχ. 1. ακούω από απόσταση («σοῡ τάδ ἐξήκουσ ὕπο», Σοφ.) 2. μαθαίνω, ακούω από άλλους («λόγῳ μὲν ἐξήκουσ , ὄπωπα δ οὐ μάλα» έχω ακουστά αλλά δεν έχω… … Dictionary of Greek
αγρικιστά — και αγρικητά επίρρ. τροπ., ακουστά: Αγρικιστά τον έχω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακοή, η — και σπν. ακουή, η 1. η αίσθηση με την οποία αντιλαμβανόμαστε τους ήχους: Το αισθητήριο της ακοής είναι το αυτί. 2. όνομα, φήμη: Η ακουή του είχε απλωθεί σ όλα τα γύρω χωριά. 3. η υπακοή: Όπου έχει ακουή, έχει και προκοπή (παροιμ. φρ.). 4. επιρρημ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)